κιρσῷ

κιρσῷ
κιρσός
enlargement of a vein
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κιρσώ — κιρσῶ, όω (Α) [κιρσός] προκαλώ σε κάποιον κιρσούς …   Dictionary of Greek

  • κίρσωσις — κίρσωσις, ἡ (Α) [κιρσώ] ο σχηματισμός κιρσών …   Dictionary of Greek

  • κιρσός — ο (Α κιρσός) μόνιμη παθολογική διεύρυνση μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα κάτω άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με κίρκος, κρίκος*, λόγω τού σχήματος τών κιρσών, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kir k «στρέφω, κάμπτω» και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”